- συνωμοτικός
- η , ό[ν]1) заговорщицкий; 2) конспиративный;
συνωμοτικά μέτρα — меры конспирации;
συνωμοτικοί κανόνες — правила конспирации
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνωμοτικά μέτρα — меры конспирации;
συνωμοτικοί κανόνες — правила конспирации
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνωμοτικός — ή, ό / συνωμοτικός, ή, όν, ΝΑ [συνωμότης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συνωμοσία ή στον συνωμότη 2. μτφ. μυστικός, κρυφός 3. φρ. «συνωμοτικά μέτρα» μέτρα που αποσκοπούν στην τήρηση τής μυστικότητας ενός χώρου ή μιας δραστηριότητας. επίρρ … Dictionary of Greek
συνωμοτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στο συνωμότη ή στη συνωμοσία: Καταγγέλθηκαν οι συνωμοτικές τους ενέργειες. – Κινούνται συνωμοτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνωμοτικῶς — συνωμοτικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνωμοτικότητα — η, Ν [συνωμοτικός] 1. η ιδιότητα τού συνωμοτικού 2. στάση και συμπεριφορά που αποβλέπει στην τήρηση τής μυστικότητας μιας δραστηριότητας ή ενός χώρου … Dictionary of Greek
συνωμοτικώς — συνωμοτικῶς ΝΑ, και συνωμοτικά Ν επίρρ. βλ. συνωμοτικός … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek